μπεζερίζω

μπεζερίζω
(λ. τουρκ.), μπεζέρισα, αποκάμνω, καταβάλλομαι: Μπεζέρισα να δουλεύω τόσα χρόνια στις οικοδομές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπεζερίζω — και μπεζέρω και μπεζερώ, άω 1. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι, υποβάλλομαι σε κόπους και δυσκολίες 2. (κατ επέκτ.) εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, αποκάμνω, βαριεστίζω, βαριέμαι 3. δυσφορώ με κάποιον ή με κάτι 4. (ως τριτοπρόσ.) μπεζερίζει γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • μπεζέρισμα — το [μπεζερίζω] 1. καταπόνηση, αποκάμωμα, εξάντληση 2. βαρεμός, βαριεστημάρα, δυσφορία, δυσανασχέτηση …   Dictionary of Greek

  • μπεζερώ — άω βλ. μπεζερίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”